μαθοῦσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

μαθοῦσα

  • ονομαστική και κλητική ενικού του θηλυκού του μαθών, μετοχής αορίστου του ρήματος μανθάνω
  • ομόηχο με το μαθούσα, ονομαστική, αιτιατική και κλητική του δυϊκού, του θηλυκού της μετοχής μαθών

Δείτε επίσης[επεξεργασία]