μαλιοβράσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαλιοβράσι < μάλε βράσε < βάλε βράσε (κατά άλλη εκδοχή από αλβανική έκφραση σχετική με το θάνατο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαλιοβράσι ουδέτερο άκλιτο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του μάλε βράσε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαλιοβράσι
|