μαντέλλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαντέλλο < ιταλική mantello

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαντέλλο ουδέτερο