Μετάβαση στο περιεχόμενο

μαρκετερί

Από Βικιλεξικό
Σεκρετέρ με περίτεχνο μαρκετερί από τα διαμερίσματα του Δελφίνου στις Βερσαλλίες
Πίνακας με την τεχνική μαρκετερί στο μουσείο Hallwyl της Στοκχόλμης

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαρκετερί < γαλλική marqueterie

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαρκετερί θηλυκό άκλιτο

  • ένθετη διακόσμηση με συναρμολόγηση μικρών τεμαχίων ξύλου, τα οποία έχουν διαφορετική υφή και χρώμα
      Θυμάμαι ένα όμορφο επιπλάκι με τρια συρτάρια και κάτι σκαλίσματα μπροστά. -Λέτε το μπαγιού, είναι μαρκετερί από ξύλο τριανταφυλλιάς. Σας άρεσε; (Αλέξης Πανσέληνος, Η κρυφή πόρτα, εκδ. Μεταίχμιο, 2016)

 συνώνυμα: ψηφιδοθέτημα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]