μαρκετερί
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαρκετερί < γαλλική marqueterie
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαρκετερί θηλυκό άκλιτο
- ένθετη διακόσμηση με συναρμολόγηση μικρών τεμαχίων ξύλου, τα οποία έχουν διαφορετική υφή και χρώμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαρκετερί