ματαιολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ματαιολογώ < ελληνιστική ματαιολογῶ < ματαιολόγος < μάταιος + λέγω
Ρήμα
[επεξεργασία]ματαιολογώ,ος,ο
- λέω ανοησίες, κούφια λόγια, λέω πράγματα που δεν έχουν ουσία, φλυαρώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ματαιολογώ
|