μαυλάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαυλάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
μαυλάω
- (ιδιωματικό) προσκαλώ ή προσπαθώ να προσελκύσω οικόσιτα ζώα, ή και θηράματα, με κατάλληλο σφύριγμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαυλάω
|