μεγαληγορώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαληγορώ < μεγαληγορῶ στην καθαρεύουσα < αρχαία ελληνική μεγαληγορέω-ῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
μεγαληγορώ
- λεω μεγάλα λόγια, υπερβάλλω, καυχιέμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαληγορώ
|