μεγαληγορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαληγορώ < μεγαληγορῶ στην καθαρεύουσα < αρχαία ελληνική μεγαληγορέω-ῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

μεγαληγορώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]