μελοποιήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μελοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του μελοποίηση
- εναλλακτικά: μελοποίησης
μελοποιήσεως θηλυκό