μεσοκάρπιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσοκάρπιον (μαρτυρείται από το 1873) [1] → δείτε τη λέξη μεσοκάρπιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσοκάρπιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το μεσοκάρπιο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «σελ. 640, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου