μεσοχείμωνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεσοχείμωνα < μεσοχείμωνο + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]μεσοχείμωνα
- (λαϊκότροπο) στο μεσοχείμωνο, στη μέση του χειμώνα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεσοχείμωνα
|