μεταμφιέσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μεταμφιέσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του μεταμφίεση
- εναλλακτικά: μεταμφίεσης
μεταμφιέσεως θηλυκό