μικροβιολογικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροβιολογικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μικροβιολογικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε μικροβιολογικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

μικροβιολογικώς

Πηγές[επεξεργασία]