μικροβιολογικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροβιολογικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μικροβιολογικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε μικροβιολογικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα[επεξεργασία]
μικροβιολογικώς
Πηγές[επεξεργασία]
- μικροβιολογικώς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)