μινυνθάδιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μινυνθάδιος < μίνυνθα (επίρρημα, «για σύντομο χρονικό διάστημα»)
Επίθετο[επεξεργασία]
μινυνθάδιος, -ια, -ιον
- Μῆτερ ἐπεί μ' ἔτεκές γε μινυνθάδιόν περ ἐόντα (Ιλιάδα Α 350)
- Μητέρ᾽, ἀφοῦ κοντόχρονον μὲ ἔχεις γεννημένον (μετάφραση Πολυλά)