μορμύρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μορμύρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]μορμύρω
- (για νερά που ρέουν) κελαρύζω
- (για τη θάλασσα) παφλάζω
- (γενικότερα) μουρμουρίζω