μουνούχι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μουνούχι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μουνούχι ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μουνούχι
→ δείτε τη λέξη ευνουχισμένος |