μουνουχισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μουνουχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μουνουχίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]μουνουχισμένος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μουνουχισμένος
→ δείτε τη λέξη ευνουχισμένος |