μπαντάρομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μπαντάρομαι
- (σπάνιο) παθητική φωνή του ρήματος μπαντάρω
Πηγές[επεξεργασία]
- μπαντάρομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαντάρομαι
|