μπερδευτείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μπερδευτείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπερδεύομαι
- θα μπερδευτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπερδεύομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μπερδεύομαι