μπλεχτείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μπλεχτείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπλέκομαι
- θα μπλεχτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπλέκομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μπλέκομαι