μποτσάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]μποτσάρω
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) στερεώνω, ακινητοποιώ κάτι σε σταθερό σημείο, με τάκους ή μπότσους
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μποτσάρω
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Σεγδίτσας Π. Ε. (2006), λήμα «ἐχμάζω», στο Πεντάγλωσσο λεξικό ναυτικών όρων», Ίδρυμα Ευγενίδου, Αθήνα, σ.164. Στον ιστότοπο του Ιδρύματος Ευγενίδου, πρόσβαση 2021-12-14