μωρόπιστων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μωρόπιστων
- μωρόπιστος, στη γενική του πληθυντικού
- μωρόπιστη, στη γενική του πληθυντικού
- μωρόπιστο, στη γενική του πληθυντικού