ναρκισσευτείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ναρκισσευτείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ναρκισσεύομαι
  2. θα ναρκισσευτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ναρκισσεύομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ναρκισσεύομαι