ναρκωθείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ναρκωθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ναρκώνομαι
- θα ναρκωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ναρκώνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ναρκώνομαι