νενέκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νενέκος < εξ ονομαστικού επιθέτου Νενέκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νενέκος αρσενικό, πληθυντικός νενέκοι

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • προέρχεται από τον Δημήτρη Νενέκο, (ή Μπέη Νενέκο, ή Δημητρόμπεη) αλβανικής καταγωγής, προδότη των Ελλήνων και σφαγέα, κατά την Επανάσταση του 1821, την εκτέλεση του οποίου διέταξε ο Θ. Κολοκοτρώνης.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]