νιτρορρυπάνσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
νιτρορρυπάνσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του νιτρορρύπανση
- εναλλακτικά: νιτρορρύπανσης
νιτρορρυπάνσεως θηλυκό