νομαρχεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νομαρχεύω < αρχαία ελληνική νομαρχέω / νομαρχῶ + -εύω < νομάρχης

Ρήμα[επεξεργασία]

νομαρχεύω

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]