νομολογικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νομολογικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα νομολογικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε νομολογικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα[επεξεργασία]
νομολογικώς
Πηγές[επεξεργασία]
- νομολογία (& νομολογικός, νομολογικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)