νταβατούρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νταβατούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tevatür (διάδοση) + < αραβική تواتر tawātur

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νταβατούρι ουδέτερο

→ δείτε τη λέξη  νταβαντούρι