ντελόγο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντελόγο < αρχαία ελληνική ''ἐν τῷ λόγῳ

Επίρρημα[επεξεργασία]

ντελόγο

  • αμέσως, το είπες και έγινε αμέσως, επιτόπου