ντισκαλιφιέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντισκαλιφιέ < γαλλική disqualifié
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντισκαλιφιέ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) που έχει αποκλειστεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντισκαλιφιέ