νωλεμές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νωλεμές < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
[επεξεργασία]νωλεμές
- ασταμάτητα, συνεχώς, ακατάπαυστα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 232 (230-233)
- ὅσσοι δ᾽ ἂν πολέμοιο περὶ στυγεροῖο λίπωνται, | μεμνῆσθαι πόσιος καὶ ἐδητύος, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον | ἀνδράσι δυσμενέεσσι μαχώμεθα νωλεμὲς αἰεί, | ἑσσάμενοι χροῒ χαλκὸν ἀτειρέα.
- Αλλ᾽ όσοι από τον πόλεμον τον μισητόν εμείναν | αυτοί θα φάγουν και θα πιουν, όπως εμψυχημένοι | προς τους εχθρούς αδιάκοπα κρατήσομε την μάχην | με τα καλά μας άρματα·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὅσσοι δ᾽ ἂν πολέμοιο περὶ στυγεροῖο λίπωνται, | μεμνῆσθαι πόσιος καὶ ἐδητύος, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον | ἀνδράσι δυσμενέεσσι μαχώμεθα νωλεμὲς αἰεί, | ἑσσάμενοι χροῒ χαλκὸν ἀτειρέα.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 232 (230-233)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- νωλεμέως (επίρρημα)
Πηγές
[επεξεργασία]- νωλεμές - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νωλεμές - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.