ξαναζεσταίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναζεσταίνω < ξανά + ζεσταίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαναζεσταίνω

να σου ξαναζεστάνω τη σούπα; θάναι πια κρύα!

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]