ξαναστρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαναστρώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαναστώνω | ξαναέστρωνα | θα ξαναστώνω | να ξαναστώνω | ξαναστώνοντας | |
β' ενικ. | ξαναστώνεις | ξαναέστρωνες | θα ξαναστώνεις | να ξαναστώνεις | ξανάστρωνε | |
γ' ενικ. | ξαναστώνει | ξαναέστρωνε | θα ξαναστώνει | να ξαναστώνει | ||
α' πληθ. | ξαναστώνουμε | ξαναστώναμε | θα ξαναστώνουμε | να ξαναστώνουμε | ||
β' πληθ. | ξαναστώνετε | ξαναστώνατε | θα ξαναστώνετε | να ξαναστώνετε | ξαναστώνετε | |
γ' πληθ. | ξαναστώνουν(ε) | ξαναέστρωναν ξαναστώναν(ε) |
θα ξαναστώνουν(ε) | να ξαναστώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαναέστρωσα | θα ξαναστρώσω | να ξαναστρώσω | ξαναστρώσει | ||
β' ενικ. | ξαναέστρωσες | θα ξαναστρώσεις | να ξαναστρώσεις | ξανάστρωσε | ||
γ' ενικ. | ξαναέστρωσε | θα ξαναστρώσει | να ξαναστρώσει | |||
α' πληθ. | ξαναστρώσαμε | θα ξαναστρώσουμε | να ξαναστρώσουμε | |||
β' πληθ. | ξαναστρώσατε | θα ξαναστρώσετε | να ξαναστρώσετε | ξαναστρώστε | ||
γ' πληθ. | ξαναέστρωσαν ξαναστρώσαν(ε) |
θα ξαναστρώσουν(ε) | να ξαναστρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαναστρώσει | είχα ξαναστρώσει | θα έχω ξαναστρώσει | να έχω ξαναστρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαναστρώσει | είχες ξαναστρώσει | θα έχεις ξαναστρώσει | να έχεις ξαναστρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαναστρώσει | είχε ξαναστρώσει | θα έχει ξαναστρώσει | να έχει ξαναστρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαναστρώσει | είχαμε ξαναστρώσει | θα έχουμε ξαναστρώσει | να έχουμε ξαναστρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαναστρώσει | είχατε ξαναστρώσει | θα έχετε ξαναστρώσει | να έχετε ξαναστρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαναστρώσει | είχαν ξαναστρώσει | θα έχουν ξαναστρώσει | να έχουν ξαναστρώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαναστρώνω
|