ξανατοποθετούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξανατοποθετούμαι < ξανατοποθετώ < ξανά + τοποθετώ
Ρήμα[επεξεργασία]
ξανατοποθετούμαι (μεσοπαθητικό του ξανατοποθετώ)
- (για αντικείμενα) τοποθετούμαι εκ νέου σε μια θέση, ξαναμπαίνω στη θέση μου
- αλλάζω τοποθέτηση σε ένα ζήτημα πάνω στο οποίο είχα προηγουμέως εκφέρει τη γνώμη μου, είχα τοποθετηθεί, όμως θέλω είτε να διευκρινίσω κάτι είτε και να αλλάξω θέση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξανατοποθετούμαι
|