ξαναφορτώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαναφορτώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαναφορτώνω | ξαναφόρτωνα | θα ξαναφορτώνω | να ξαναφορτώνω | ξαναφορτώνοντας | |
β' ενικ. | ξαναφορτώνεις | ξαναφόρτωνες | θα ξαναφορτώνεις | να ξαναφορτώνεις | ξαναφόρτωνε | |
γ' ενικ. | ξαναφορτώνει | ξαναφόρτωνε | θα ξαναφορτώνει | να ξαναφορτώνει | ||
α' πληθ. | ξαναφορτώνουμε | ξαναφορτώναμε | θα ξαναφορτώνουμε | να ξαναφορτώνουμε | ||
β' πληθ. | ξαναφορτώνετε | ξαναφορτώνατε | θα ξαναφορτώνετε | να ξαναφορτώνετε | ξαναφορτώνετε | |
γ' πληθ. | ξαναφορτώνουν(ε) | ξαναφόρτωναν ξαναφορτώναν(ε) |
θα ξαναφορτώνουν(ε) | να ξαναφορτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαναφόρτωσα | θα ξαναφορτώσω | να ξαναφορτώσω | ξαναφορτώσει | ||
β' ενικ. | ξαναφόρτωσες | θα ξαναφορτώσεις | να ξαναφορτώσεις | ξαναφόρτωσε | ||
γ' ενικ. | ξαναφόρτωσε | θα ξαναφορτώσει | να ξαναφορτώσει | |||
α' πληθ. | ξαναφορτώσαμε | θα ξαναφορτώσουμε | να ξαναφορτώσουμε | |||
β' πληθ. | ξαναφορτώσατε | θα ξαναφορτώσετε | να ξαναφορτώσετε | ξαναφορτώστε | ||
γ' πληθ. | ξαναφόρτωσαν ξαναφορτώσαν(ε) |
θα ξαναφορτώσουν(ε) | να ξαναφορτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαναφορτώσει | είχα ξαναφορτώσει | θα έχω ξαναφορτώσει | να έχω ξαναφορτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαναφορτώσει | είχες ξαναφορτώσει | θα έχεις ξαναφορτώσει | να έχεις ξαναφορτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαναφορτώσει | είχε ξαναφορτώσει | θα έχει ξαναφορτώσει | να έχει ξαναφορτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαναφορτώσει | είχαμε ξαναφορτώσει | θα έχουμε ξαναφορτώσει | να έχουμε ξαναφορτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαναφορτώσει | είχατε ξαναφορτώσει | θα έχετε ξαναφορτώσει | να έχετε ξαναφορτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαναφορτώσει | είχαν ξαναφορτώσει | θα έχουν ξαναφορτώσει | να έχουν ξαναφορτώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαναφορτώνω
|