ξανθόγενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ξανθόγενος (αρσενικό, μόνο για άντρες)
- ξανθογένης, με ξανθά γένια
- άλλες μορφές: ξανθογένης, ξανθογένειος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ξανθόγενος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].