ξαραχνιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαραχνιάζω
- απομακρύνω τους ιστούς της αράχνης από έναν τοίχο, ένα αντικείμενο κλπ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαραχνιάζω
|