ξαραχνιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαραχνιάζω < ξε- + αραχνιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαραχνιάζω

  • απομακρύνω τους ιστούς της αράχνης από έναν τοίχο, ένα αντικείμενο κλπ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]