ξεβλασταρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεβλασταρώνω < ξε- + βλαστάρι
Ρήμα
[επεξεργασία]ξεβλασταρώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη βλαστός
ξεβλασταρώνω