ξεμαυλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεμαυλίζω < εκμαυλίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]ξεμαυλίζω
- → δείτε τη λέξη εκμαυλίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ξιμαυλίζου (ιδιωματικό)
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεμαυλίζω | ξεμαύλιζα | θα ξεμαυλίζω | να ξεμαυλίζω | ξεμαυλίζοντας | |
β' ενικ. | ξεμαυλίζεις | ξεμαύλιζες | θα ξεμαυλίζεις | να ξεμαυλίζεις | ξεμαύλιζε | |
γ' ενικ. | ξεμαυλίζει | ξεμαύλιζε | θα ξεμαυλίζει | να ξεμαυλίζει | ||
α' πληθ. | ξεμαυλίζουμε | ξεμαυλίζαμε | θα ξεμαυλίζουμε | να ξεμαυλίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεμαυλίζετε | ξεμαυλίζατε | θα ξεμαυλίζετε | να ξεμαυλίζετε | ξεμαυλίζετε | |
γ' πληθ. | ξεμαυλίζουν(ε) | ξεμαύλιζαν ξεμαυλίζαν(ε) |
θα ξεμαυλίζουν(ε) | να ξεμαυλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεμαύλισα | θα ξεμαυλίσω | να ξεμαυλίσω | ξεμαυλίσει | ||
β' ενικ. | ξεμαύλισες | θα ξεμαυλίσεις | να ξεμαυλίσεις | ξεμαύλισε | ||
γ' ενικ. | ξεμαύλισε | θα ξεμαυλίσει | να ξεμαυλίσει | |||
α' πληθ. | ξεμαυλίσαμε | θα ξεμαυλίσουμε | να ξεμαυλίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεμαυλίσατε | θα ξεμαυλίσετε | να ξεμαυλίσετε | ξεμαυλίστε | ||
γ' πληθ. | ξεμαύλισαν ξεμαυλίσαν(ε) |
θα ξεμαυλίσουν(ε) | να ξεμαυλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεμαυλίσει | είχα ξεμαυλίσει | θα έχω ξεμαυλίσει | να έχω ξεμαυλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεμαυλίσει | είχες ξεμαυλίσει | θα έχεις ξεμαυλίσει | να έχεις ξεμαυλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεμαυλίσει | είχε ξεμαυλίσει | θα έχει ξεμαυλίσει | να έχει ξεμαυλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεμαυλίσει | είχαμε ξεμαυλίσει | θα έχουμε ξεμαυλίσει | να έχουμε ξεμαυλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεμαυλίσει | είχατε ξεμαυλίσει | θα έχετε ξεμαυλίσει | να έχετε ξεμαυλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεμαυλίσει | είχαν ξεμαυλίσει | θα έχουν ξεμαυλίσει | να έχουν ξεμαυλίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεμαυλίζω
|