ξεμαυλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεμαυλιστής < ξεμαυλ(ίζω) + -ιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεμαυλιστής αρσενικό (θηλυκό ξεμαυλίστρα)
ξεμαυλιστής αρσενικό (θηλυκό ξεμαυλίστρα)