εκμαυλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκμαυλίζω < εκ- + μαυλίζω < (ελληνιστική κοινή) μαυλίζω < μαῦλις
Ρήμα
[επεξεργασία]εκμαυλίζω (παθητική φωνή: εκμαυλίζομαι)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- εκμαυλισμός
- εκμαυλιστής
- εκμαυλιστικά
- εκμαυλιστικός
- εκμαυλίστρια
- → δείτε τη λέξη μαυλίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκμαυλίζω | εκμαύλιζα | θα εκμαυλίζω | να εκμαυλίζω | εκμαυλίζοντας | |
β' ενικ. | εκμαυλίζεις | εκμαύλιζες | θα εκμαυλίζεις | να εκμαυλίζεις | εκμαύλιζε | |
γ' ενικ. | εκμαυλίζει | εκμαύλιζε | θα εκμαυλίζει | να εκμαυλίζει | ||
α' πληθ. | εκμαυλίζουμε | εκμαυλίζαμε | θα εκμαυλίζουμε | να εκμαυλίζουμε | ||
β' πληθ. | εκμαυλίζετε | εκμαυλίζατε | θα εκμαυλίζετε | να εκμαυλίζετε | εκμαυλίζετε | |
γ' πληθ. | εκμαυλίζουν(ε) | εκμαύλιζαν εκμαυλίζαν(ε) |
θα εκμαυλίζουν(ε) | να εκμαυλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκμαύλισα | θα εκμαυλίσω | να εκμαυλίσω | εκμαυλίσει | ||
β' ενικ. | εκμαύλισες | θα εκμαυλίσεις | να εκμαυλίσεις | εκμαύλισε | ||
γ' ενικ. | εκμαύλισε | θα εκμαυλίσει | να εκμαυλίσει | |||
α' πληθ. | εκμαυλίσαμε | θα εκμαυλίσουμε | να εκμαυλίσουμε | |||
β' πληθ. | εκμαυλίσατε | θα εκμαυλίσετε | να εκμαυλίσετε | εκμαυλίστε | ||
γ' πληθ. | εκμαύλισαν εκμαυλίσαν(ε) |
θα εκμαυλίσουν(ε) | να εκμαυλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκμαυλίσει | είχα εκμαυλίσει | θα έχω εκμαυλίσει | να έχω εκμαυλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκμαυλίσει | είχες εκμαυλίσει | θα έχεις εκμαυλίσει | να έχεις εκμαυλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκμαυλίσει | είχε εκμαυλίσει | θα έχει εκμαυλίσει | να έχει εκμαυλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκμαυλίσει | είχαμε εκμαυλίσει | θα έχουμε εκμαυλίσει | να έχουμε εκμαυλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκμαυλίσει | είχατε εκμαυλίσει | θα έχετε εκμαυλίσει | να έχετε εκμαυλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκμαυλίσει | είχαν εκμαυλίσει | θα έχουν εκμαυλίσει | να έχουν εκμαυλίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκμαυλίζομαι | εκμαυλιζόμουν(α) | θα εκμαυλίζομαι | να εκμαυλίζομαι | ||
β' ενικ. | εκμαυλίζεσαι | εκμαυλιζόσουν(α) | θα εκμαυλίζεσαι | να εκμαυλίζεσαι | ||
γ' ενικ. | εκμαυλίζεται | εκμαυλιζόταν(ε) | θα εκμαυλίζεται | να εκμαυλίζεται | ||
α' πληθ. | εκμαυλιζόμαστε | εκμαυλιζόμαστε εκμαυλιζόμασταν |
θα εκμαυλιζόμαστε | να εκμαυλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκμαυλίζεστε | εκμαυλιζόσαστε εκμαυλιζόσασταν |
θα εκμαυλίζεστε | να εκμαυλίζεστε | (εκμαυλίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκμαυλίζονται | εκμαυλίζονταν εκμαυλιζόντουσαν |
θα εκμαυλίζονται | να εκμαυλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκμαυλίστηκα | θα εκμαυλιστώ | να εκμαυλιστώ | εκμαυλιστεί | ||
β' ενικ. | εκμαυλίστηκες | θα εκμαυλιστείς | να εκμαυλιστείς | εκμαυλίσου | ||
γ' ενικ. | εκμαυλίστηκε | θα εκμαυλιστεί | να εκμαυλιστεί | |||
α' πληθ. | εκμαυλιστήκαμε | θα εκμαυλιστούμε | να εκμαυλιστούμε | |||
β' πληθ. | εκμαυλιστήκατε | θα εκμαυλιστείτε | να εκμαυλιστείτε | εκμαυλιστείτε | ||
γ' πληθ. | εκμαυλίστηκαν εκμαυλιστήκαν(ε) |
θα εκμαυλιστούν(ε) | να εκμαυλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκμαυλιστεί | είχα εκμαυλιστεί | θα έχω εκμαυλιστεί | να έχω εκμαυλιστεί | εκμαυλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκμαυλιστεί | είχες εκμαυλιστεί | θα έχεις εκμαυλιστεί | να έχεις εκμαυλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκμαυλιστεί | είχε εκμαυλιστεί | θα έχει εκμαυλιστεί | να έχει εκμαυλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκμαυλιστεί | είχαμε εκμαυλιστεί | θα έχουμε εκμαυλιστεί | να έχουμε εκμαυλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκμαυλιστεί | είχατε εκμαυλιστεί | θα έχετε εκμαυλιστεί | να έχετε εκμαυλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκμαυλιστεί | είχαν εκμαυλιστεί | θα έχουν εκμαυλιστεί | να έχουν εκμαυλιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκμαυλισμένος - είμαστε, είστε, είναι εκμαυλισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκμαυλισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκμαυλισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκμαυλισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκμαυλισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκμαυλισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκμαυλισμένοι |