Μετάβαση στο περιεχόμενο

εκμαυλίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκμαυλίζω < εκ- + μαυλίζω < (ελληνιστική κοινή) μαυλίζω < μαῦλις

εκμαυλίζω (παθητική φωνή: εκμαυλίζομαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]