ξινόχοντρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξινόχοντρος < ξυνός + χοντρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξινόχοντρος αρσενικό

  • χαρακτηρισμός τραχανά, ο οποίος φτιάχνεται από ξυνισμένο γάλα και σιτάρι. Χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, αλλά και ως επίθετο. Στην Κρήτη, εναλλακτικός τύπος τραχανά είναι ο γαλόχοντρος (που φτιάχνεται με φρέσκο γάλα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]