γαλόχοντρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γαλόχοντρος
- χαρακτηρισμός τραχανά, ο οποίος φτιάχνεται από φρέσκο γάλα και σιτάρι.
- (Κρήτη),→ δείτε και τη λέξη ξινόχοντρος (που φτιάχνεται με ξυνισμένο γάλα.
- ※ Αν ήτονε γάλα, ρυζόγαλο, γή γαλόχοντρος ίσα που τό γλυφες σά τή μετάληψη αντίς νά τρώς. Θεοτική λαχτάρα όσοι τό δοκιμάσανε και τ'αναστορούντε. (Μανώλης Γ. Πατεράκης, Αναστορήματα: κρητικά λαογραφικά κείμενα, 1985, σελ. 141)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλόχοντρος
|