οβελιαίο λοφίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
οβελιαίο λοφίο ουδέτερο ενικός (οβελιαία λοφία πληθυντικός)
- (ανατομία, οστεολογία) οστέινο λοφίο στην κορυφή του κρανίου στο οποίο προσδένονται μύες δυνατής γνάθου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οβελιαίο λοφίο