ολεθρίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀλεθρίως

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολεθρίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀλεθρίως < αρχαία ελληνική ὀλέθριος. Συγχρονικά αναλύεται σε ολέθρι(ος) + -ως.

Επίρρημα[επεξεργασία]

ολεθρίως

Πηγές[επεξεργασία]

  • ολέθριος (& ολέθρια, ολεθρίως) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)