ολογράφως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ολογράφως < (ελληνιστική κοινή) ὁλόγραφος
Επίρρημα
[επεξεργασία]ολογράφως
- γράφοντας κάτι με όλα του τα γράμματα και όχι με κάποιο άλλο σύμβολο, πχ αριθμητικά ψηφία ή συντομογραφίες
- η βαθμολογία του μαθητή συμπληρώνεται στο απολυτήριο αριθμητικώς και ολογράφως
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ολογράφως
|