ολοεδρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολοεδρικός < ολο- + εδρικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική holohedral)
Επίθετο[επεξεργασία]
ολοεδρικός
- που παρουσιάζει ολοεδρία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολοεδρικός