ολοσχερώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ολοσχερώς < ολοσχερής
Επίρρημα
[επεξεργασία]ολοσχερώς
- ολοκληρωτικά
- το σπίτι κάηκε ολοσχερώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ολοσχερώς