ομοιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομοιάζω < αρχαία ελληνική ὁμοιάζω < ὅμοιος
Ρήμα
[επεξεργασία]ομοιάζω
- → δείτε τη λέξη μοιάζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ομοιάζω | ομοίαζα | θα ομοιάζω | να ομοιάζω | ομοιάζοντας | |
β' ενικ. | ομοιάζεις | ομοίαζες | θα ομοιάζεις | να ομοιάζεις | ομοίαζε | |
γ' ενικ. | ομοιάζει | ομοίαζε | θα ομοιάζει | να ομοιάζει | ||
α' πληθ. | ομοιάζουμε | ομοιάζαμε | θα ομοιάζουμε | να ομοιάζουμε | ||
β' πληθ. | ομοιάζετε | ομοιάζατε | θα ομοιάζετε | να ομοιάζετε | ομοιάζετε | |
γ' πληθ. | ομοιάζουν(ε) | ομοίαζαν ομοιάζαν(ε) |
θα ομοιάζουν(ε) | να ομοιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ομοίασα | θα ομοιάσω | να ομοιάσω | ομοιάσει | ||
β' ενικ. | ομοίασες | θα ομοιάσεις | να ομοιάσεις | ομοίασε | ||
γ' ενικ. | ομοίασε | θα ομοιάσει | να ομοιάσει | |||
α' πληθ. | ομοιάσαμε | θα ομοιάσουμε | να ομοιάσουμε | |||
β' πληθ. | ομοιάσατε | θα ομοιάσετε | να ομοιάσετε | ομοιάστε | ||
γ' πληθ. | ομοίασαν ομοιάσαν(ε) |
θα ομοιάσουν(ε) | να ομοιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ομοιάσει | είχα ομοιάσει | θα έχω ομοιάσει | να έχω ομοιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ομοιάσει | είχες ομοιάσει | θα έχεις ομοιάσει | να έχεις ομοιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ομοιάσει | είχε ομοιάσει | θα έχει ομοιάσει | να έχει ομοιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ομοιάσει | είχαμε ομοιάσει | θα έχουμε ομοιάσει | να έχουμε ομοιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ομοιάσει | είχατε ομοιάσει | θα έχετε ομοιάσει | να έχετε ομοιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ομοιάσει | είχαν ομοιάσει | θα έχουν ομοιάσει | να έχουν ομοιάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομοιάζω
→ δείτε τη λέξη μοιάζω |