ορθομαρμαρώσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ορθομαρμαρώσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ορθομαρμάρωση
- εναλλακτικά: ορθομαρμάρωσης
ορθομαρμαρώσεως θηλυκό